- κοκκαλώνω
- αμετ.1) см. κοκκαλιάζω; 2) остолбенеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοκαλώνω — και κοκκαλώνω [κόκαλο] 1. κοκαλιάζω 2. μένω εκστατικός και άναυδος («μόλις άκουσε τα αναπάντεχα νέα, κοκάλωσε») … Dictionary of Greek